- ἱππάσιμος
- ἱππάσιμοςfit for horsesmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιππάσιμος — η, ο (Α ἱππάσιμος, ασίμη, ον) [ιππάζομαι] (για τόπο) κατάλληλος για ιππασία («Αἴγυπτον τὸ πρὶν ἐοῡσαν ἱππασίμην καὶ ἁμαξευομένην», Ηρόδ.) αρχ. 1. μτφ. αυτός που υποκύπτει στη δύναμη ή στις διαθέσεις τών άλλων («τοῑς κόλαξιν ἑαυτὸν ἀνεικὼς… … Dictionary of Greek
ἱππασίμων — ἱππάσιμος fit for horses fem gen pl ἱππάσιμος fit for horses masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππάσιμον — ἱππάσιμος fit for horses masc acc sg ἱππάσιμος fit for horses neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππασίμη — ἱππάσιμος fit for horses fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππασίμην — ἱππάσιμος fit for horses fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππασίμοις — ἱππάσιμος fit for horses masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππασίμου — ἱππάσιμος fit for horses masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππασίμους — ἱππάσιμος fit for horses masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππασίμῳ — ἱππάσιμος fit for horses masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππάσιμα — ἱππάσιμος fit for horses neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)